- μετάδουπος
- μετάδουπος, -ον (Α)αυτός που παρεμπίπτει στην τύχη, στα τυφλά, που συμβαίνει τυχαία, ο αδιάφορος («αἵδε μὲν ἡμέραι εἰσὶν ἐπιχθονίοις μέγ' ὀνειαρ, αἱ δ' ἄλλαι μετάδουποι, ἀκήριοι», Ησίοδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. αρμασί-δουπος, οπλό-δουπος)].
Dictionary of Greek. 2013.